Σάββατο 6 Απριλίου 2013

4



 Καθώς η Μόλλυ με πλησίασε με απλωμένα τα χέρια για αγκαλιά πήρε είδηση 
τον λεμούριο που 'χε στηθεί στην πόρτα κ' είπε σιγά εντάξει είναι μπαμπά 
θα μείνω τώρα μόνη με τους φίλους μου κι όπως ο λεμούριος έκλεινε μ' ένα 
απελπιστικά αργό τρόπο το πορτόφυλλο η Μόλλυ μ' έκλεισε στην αγκαλιά της
 και με τάραξε γιατί κάθε που μ' ακουμπούσε ένα γλυκό παχύρρευστο υγρό
 έτρεχε μέσα μου στα γόνατα λιγώνανε οι κλειδώσεις και μια δροσιά έπαιρνε
 βόλτα στο στήθος μου.
Για μια στιγμή τραβήχτηκε μακριά μου και με κοίταξε
—μα είσαι πολύ ωραίος
 απόψε και μετά γύρισε στη Μπέττυ που ξύνιζε στο παράθυρο και είπε
—δεν είναι πολύ ωραίος απόψε και μετά είρθε κοντά μου κ' είπε σιγά
—μακάρι να 'σουν έτσι ωραίος κάθε μέρα.

Με φίλησε απαλά στα χείλη κ' είχε τη γεύση του κοκκινόξανθου εκείνου σιροπιού 
που αφήνουν τα σφεντάμια το φθινόπωρο. Το πρόσωπό της είχε κι αυτό χρώματα 
του φθινοπώρου χλωμό κόκκινο του πλατανόφυλλου στα μάγουλα που χρύσιζε 
στα ζυγωματικά
 —το τελευταίο σκούρο πράσινο πρίν το χειμώνα μες στα μάτια της και τα μαλλιά
μαύρα κοντά με ίσιες αφέλειες στο μέτωπο σαν της Λουίζ Μπρουκς.

Και έρχεται που λές μια στιγμή εκεί που δεν το περιμένεις,
ένα απλό μήνυμα το οποίο βλέπεις με μια ημέρα καθυστέρηση
και σε κάνει να χαμογελάς, έτσι απλά...
ναι, αλήθεια σου λέω να,κοιταξέ με
χαμολελάω(σωστά το έχω γράψει)...


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου